Κυρηναῖος

Κυρηναῖος
Κυρηναῖος, ου, ὁ (s. next entry; Hdt. et al.; OGI 767, 31; Michel 897, 26; PPetr I, 16 [1], 3; 22 [1], 3; 2 Macc 2:23; Joseph.) a Cyrenian (s. Κυρήνη) with the article Ac 13:1 (Socrates, Ep. 28, 1 Θεόδωρος ὁ Κ.; Athen. 7, 14 p. 281c). Without the article Mk 15:21; Lk 23:26 (Diod S 11, 84, 1 Πολύμναστος Κυρηναῖος).—Adj. ἄνθρωπος Κ. Mt 27:32. ἄνδρες Κ. Ac 11:20. In Jerusalem the Cyrenian Jews had a synagogue, either for themselves alone, or together w. other Jews of the Diaspora 6:9 (Schürer II 428; III 60f).—BZimolong, BZ 21, ’33, 184–88; EBishop, ET 51, ’39/40, 148–53; WBarclay, ET 72, ’60, 28–31.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κυρηναῖος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρηναίος — αία, ο (Α κυρηναῑος, α, ον) [Κυρήνη] 1. εκείνος που ανήκει στην αρχαία ελληνική πόλη τής βόρειας Αφρικής Κυρήνη ή προέρχεται από αυτήν 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Κυρηναίος, η Κυρηναία ο κάτοικος τής Κυρήνης ή αυτός που κατάγεται από… …   Dictionary of Greek

  • Ερατοσθένης ο Κυρηναίος — (Κυρήνη 276 π.Χ. – Αλεξάνδρεια 196; π.Χ.). Αστρονόμος, μαθηματικός, γεωγράφος, φιλόλογος, φιλόσοφος και ποιητής. Πνεύμα εξαιρετικά πολυμερές, μαθητής μεταξύ άλλων του Λυσανία του Κυρηναίου στην Ελλάδα, πήγε το 235 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια – όπου τον …   Dictionary of Greek

  • Κυρηναῖον — Κυρηναῖος masc acc sg Κυρηναῖος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυρηναίων — Κυρηναῖος fem gen pl Κυρηναῖος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυρήναιον — Κυρηναῖος masc acc sg Κυρηναῖος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυρηναῖαι — Κυρηναῖος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυρηναῖοι — Κυρηναῖος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυρηναίη — Κυρηναῖος fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυρηναίοις — Κυρηναῖος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυρηναίοισι — Κυρηναῖος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”